- νοαρός
- νοᾰρός, dub. sens. in [comp] Comp.A
νοαρώτερον ἔχραο νύμφην Diosc.
in PLit.Lond.100c15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νοαρώτερον ἔχραο νύμφην Diosc.
in PLit.Lond.100c15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νοαρέως — (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «νουνεχόντως» 2. (στον συγκριτ.) νοαρώτερον με μεγαλύτερη περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοαρός, δωρ. τ. τού νοηρός + επιρρμ. κατάλ. έως] … Dictionary of Greek